ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
ἄινος, -ον (Α)αυτός που δεν έχει ίνες ή αγγεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ἶς, ἰνὸς «ίνα»].