τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
-η, -ο (Α ἀκαταπάτητος, -ον) καταπατῶεκείνος που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί«ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα».