ζώγρημα

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek (Liddell-Scott)

ζώγρημα: τό, τὸ ζωγρηθέν, Ν. Χων. σ. 386. 19 (Βόνν.).

Greek Monolingual

ζώγρημα, το (AM) ζωγρώ
1. θήραμα, ζώο που πιάστηκε ζωντανό
2. μτφ. λεία, θύμαζώγρημα τοῡ διαβόλου»).