ηλιόμετρο
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
Greek Monolingual
το
αστρον. όργανο για καταμέτρηση της φαινομένης διαμέτρου του ήλιου ή και άλλων ουράνιων σωμάτων και για την εύρεση της φαινομένης απόστασης δύο αστέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. heliometre < helio- (πρβλ. ηλιο-) + metre (πρβλ. μέτρο). Η λ. στον λόγιο τ. ηλιόμε-τρον μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν της γαλλικής γλώσσης του Γρηγ. Γ. Ζαλίκογλου].