γυρητόμος

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

English (LSJ)

ον,

   A tracing a circle, αὖλαξ AP9.274 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 512] αὖλαξ, einen Kreis schneidend, beschreibend, Philip. 59 (IX, 274).

Greek (Liddell-Scott)

γῡρητόμος: -ον, ὁ κύκλον διαγράφων ἢ σχηματίζων, αὖλαξ Ἀνθ. Π. 9. 274.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui décrit un cercle.
Étymologie: γυρός, τέμνω.

Spanish (DGE)

(γῡρητόμος) -ον
que rotura la tierra en círculos, ἀρουραῖος γ. αὖλαξ AP 9.274 (Phil.).

Greek Monolingual

γυρητόμος, -ον (Α)
φρ. «γυρητόμος αὖλαξ» — αυλάκι που διαγράφει κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -τόμος < τόμος < τέμνω.