γυρητόμος
English (LSJ)
ον,
A tracing a circle, αὖλαξ AP9.274 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 512] αὖλαξ, einen Kreis schneidend, beschreibend, Philip. 59 (IX, 274).
Greek (Liddell-Scott)
γῡρητόμος: -ον, ὁ κύκλον διαγράφων ἢ σχηματίζων, αὖλαξ Ἀνθ. Π. 9. 274.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui décrit un cercle.
Étymologie: γυρός, τέμνω.
Spanish (DGE)
(γῡρητόμος) -ον
que rotura la tierra en círculos, ἀρουραῖος γ. αὖλαξ AP 9.274 (Phil.).
Greek Monolingual
γυρητόμος, -ον (Α)
φρ. «γυρητόμος αὖλαξ» — αυλάκι που διαγράφει κύκλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -τόμος < τόμος < τέμνω.