αυλάκι
From LSJ
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
Greek Monolingual
το (AM αὐλάκιον)
επίμηκες ρηχό όρυγμα στο έδαφος, φυσικό ή τεχνητό, για τη διοχέτευση του νερού
νεοελλ.
1. η αυλακιά σε αγρό ή κήπο
2. το αυλάκι του νερόμυλου
3. η διώρυγα της Κορίνθου («κάτω απ' τ' αυλάκι» — για την Πελοπόννησο και τους κατοίκους της)
4. φρ. «μπήκε το νερό στ' αυλάκι» — για κάποιο πρόβλημα που πήρε τον δρόμο της επίλυσής του
5. μικρό, στενό λιμανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αύλαξ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αυλακάρης, αυλακιά, αυλακίστρα, αυλακώνω].