κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
εὐμενίδες, αἱ (Α)
1. (ενν. θεαί) ευμενείς θεές (Ερινύες)
2. τίτλος τραγωδίας του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευμενής + κατάλ. -ίς / -ίδες. Χρησιμοποιήθηκε ευφημιστώς για τις Ερινύες].