ιππάς

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source

Greek Monolingual

ἱππάς, -άδος, ἡ (Α) ίππος
1. (ως επίθ. θηλ. του ιππικός) ιππική («ἱππὰς στολή», Ηρόδ.)
2. (στην Αθήνα και στη Ρώμη) η τάξη τών ιππέων («ἐκ πεντακοσιομεδίμνων καὶ ζευγιτῶν καὶ τρίτου μέλους τῆς καλουμένης ἱππάδος», Αριστοτ.)
3. ο φόρος στον οποίο υποβάλλονταν αυτοί που ανήκαν στην τάξη τών ιππέων («καὶ τούτους ἱππάδα τελοῡντος ἐκάλουν», Πλούτ.)
4. παιδικό παιχνίδι
5. η φοράδα
6. στον πληθ. αἱ ἱππάδες
οι ιππικοί αγώνες
7. μτγν. η θηλυκή ίππος, η φοράδα
8. φρ. α) «πύλαι ἱππάδες» — ονομασία μιας πύλης της αρχαίας Αθήνας
β) «θυσίαι ἱππάδες» — οι προσφερόμενες θυσίες από την τάξη τών ιππέων.