καλαμαροθήκη
From LSJ
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
Greek Monolingual
καλαμαροθήκη και καλαμαρθήκη, ἡ (Μ)
θήκη καλαμαριών, μελανοδοχείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμάρι + θήκη.
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
καλαμαροθήκη και καλαμαρθήκη, ἡ (Μ)
θήκη καλαμαριών, μελανοδοχείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμάρι + θήκη.