καλλιτεχνικός

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

-ή, -ό καλλιτέχνης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλλιτεχνία ή στον καλλιτέχνη («καλλιτεχνική έκθεση»)
2. αυτός που γίνεται με καλλιτεχνία, επιμέλεια και καλαισθησία («καλλιτεχνική εμφάνιση»).
επίρρ...
καλλιτεχνικώς και -ά
με καλλιτεχνικό τρόπο, από καλλιτεχνική άποψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλιτέχνης. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή].