ημιαρείζω

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an

Menander, Monostichoi, 122

Greek Monolingual

ἡμιαρείζω και ἡμιαρειανίζω (Α)
είμαι ημιαρειανός, δέχομαι ελαφρώς παραλλαγμένες τις αιρετικές δοξασίες του Αρείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ημιαρείζω < ημιάρειος, ενώ το ημιαρειανίζω < ημιαρειανοί].