ημιαρείζω

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

ἡμιαρείζω και ἡμιαρειανίζω (Α)
είμαι ημιαρειανός, δέχομαι ελαφρώς παραλλαγμένες τις αιρετικές δοξασίες του Αρείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ημιαρείζω < ημιάρειος, ενώ το ημιαρειανίζω < ημιαρειανοί].