δουλαγωγία
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
ἡ,
A enslavement, IG9(1).39,42 (Stiris), POxy.38.10 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 660] ἡ, das zum Sklaven Machen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δουλᾰγωγία: ἡ, ὑποδούλωσις, ὑπόταξις, Βασίλ. 4, 360C.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
esclavitud ἅ τε γενηθ<ε>ῖσα δ. αὐτῶν ἄκυρος ἔστω IG 9(1).42.12, cf. 39.8 (ambas Fócide II a.C.), ἀποσπάσαι εἰς δουλαγωγίαν ... Ἀπίωνα POxy.38.10, cf. 3033.4 (ambos I d.C.)
•fig. ὁ ὑπωπιασμὸς ... τοῦ σώματος καὶ ἡ δ. Basil.M.31.957B, cf. Gr.Nyss.Apoll.211.9.
Greek Monolingual
δουλαγωγία, η (Α)
η υποδούλωση.