Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
ἡμιποδιαῑος, -αία, -ον (Α)αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος μισό πόδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + ποδιαίος].