Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
-η, -οαυτός που φοβάται τον θεό, ο ευσεβής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + φοβούμενος, μτχ. ενεστ. του ρ. φοβούμαι (< φόβος)].