θεοφοβούμενος

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που φοβάται τον θεό, ο ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + φοβούμενος, μτχ. ενεστ. του ρ. φοβούμαι (< φόβος)].