εκμεταλλευτής
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που εκμεταλλεύεται κάποια κερδοφόρα πηγή
2. αυτός που επωφελείται από τις ανάγκες άλλων και αποκομίζει αθέμιτα κέρδη ή άλλα οφέλη εις βάρος τους («εκμεταλλευτής τών εργατών»).