εκμεταλλευτής

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που εκμεταλλεύεται κάποια κερδοφόρα πηγή
2. αυτός που επωφελείται από τις ανάγκες άλλων και αποκομίζει αθέμιτα κέρδη ή άλλα οφέλη εις βάρος τους («εκμεταλλευτής τών εργατών»).