κάπελας
From LSJ
ο
ο ταβερνιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του αρχ. κάπηλος κατά τα πολλά αρσ. ουσ. σε -ας (χειμών-ας, πατέρ-ας, ταμί-ας). Η τροπή του i σε e λόγω αφομοιωτικής επίδρασης του ακολουθούντος υγρού (πρβλ. θηλιά > Θελιά, μηλίγγι > μελίγγι κ.τ.ό.)].