κάπελας

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source

Greek Monolingual

ο
ο ταβερνιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του αρχ. κάπηλος κατά τα πολλά αρσ. ουσ. σε -ας (χειμών-ας, πατέρ-ας, ταμί-ας). Η τροπή του i σε e λόγω αφομοιωτικής επίδρασης του ακολουθούντος υγρού (πρβλ. θηλιά > Θελιά, μηλίγγι > μελίγγι κ.τ.ό.)].