ἐντόσθια

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

German (Pape)

[Seite 857] τά, das Innere, das Eingeweide, Tim. Locr. 100 b u. Sp., wie Luc. Navig. 27. Nach E. M. auch ἐνδόσθια geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντόσθια: -ων, τά, ὡς καὶ νῦν, Λατ. intestina, ὡς το ἔγκατα, ἔνδινα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 7, Τίμ. Λοκρ. 100Β, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 27, κτλ.· - ὡσαύτως ἀπαντᾷ ὁ τύπος ἐνδόσθια παρὰ τοῖς Ἑβδ. (ἐν Ἐξόδ. ΚΘ΄, 17 κ. ἀλλ.), καὶ παρ’ Ἡσυχ.: «ἐνδόσθια· ἔγκατα», καὶ ἐν Ε. Μ. (345. 21)· καὶ ἐντοσθίδια παρὰ τῷ Ἱππ. 682. 41, καὶ τῷ Ἀριστ. ἐν τῷ π. Ζ. Μορ. 4, 9, 6.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
intestins, entrailles.
Étymologie: ἔντοσθε.

Greek Monolingual

τα
βλ. εντόσθιος.