εριουργία
Greek Monolingual
η (AM ἐριουργία) εριουργός
νεοελλ.
βιομηχανία κατεργασίας του ερίου για παραγωγή μάλλινων υφασμάτων ή ειδών πλεκτικής ή ταπήτων
αρχ.
η κατεργασία του ερίου.
η (AM ἐριουργία) εριουργός
νεοελλ.
βιομηχανία κατεργασίας του ερίου για παραγωγή μάλλινων υφασμάτων ή ειδών πλεκτικής ή ταπήτων
αρχ.
η κατεργασία του ερίου.