διασκεπτήριος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάσκεψη
2. το ουδ. ως ουσ. το διασκεπτήριον
ο τόπος διεξαγωγής της διάσκεψης.