στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
-α, -ο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διάσκεψη
2. το ουδ. ως ουσ. το διασκεπτήριον
ο τόπος διεξαγωγής της διάσκεψης.