ανενεργής
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνενεργής)
1. ο μη ενεργητικός, αδρανής
2. ο μη αποτελεσματικός.
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
-ές (Α ἀνενεργής)
1. ο μη ενεργητικός, αδρανής
2. ο μη αποτελεσματικός.