ημιφανής

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἡμιφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, που είναι ακάλυπτος κατά το ήμισυ. Επιρρ. ἡμιφανῶς (Α)
με ημιφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φανής (< φαίνω), πρβλ. α-φανής, δια-φανής].