επίπαση
From LSJ
ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all
Greek Monolingual
η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επιπάσσω, το πασπάλισμα
2. ιατρ. η κάλυψη τραύματος ή ευαίσθητης επιφάνειας του δέρματος με φαρμακευτική σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπάσσω. Η λ. στον λόγιο τ. επίπασις μαρτυρείται στον Δ. Κουτσομητόπουλο].