αριστερόστροφος

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

-η, -ο και -ος, -ον αυτός που στρέφεται προς τα αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + -στροφος < στρέφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Β. Λάκωνα].