κείμενα (Μ)επίρρ. σύμφωνα με τον νόμο («κείμενα καὶ κατά την κρίσιν», Ασσίζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κείμενον, ουδ. της μτχ. κείμενος του κεῖμαι.