κατεγχειρίζω

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰδών ποτ' αἰσχρὸν πρᾶγμα μὴ συνεκδράμῃς → Visa re turpi cum aliis ne immisceas → Erlebst du eine Schandtat je, so lauf nicht mit

Menander, Monostichoi, 272

Greek (Liddell-Scott)

κατεγχειρίζω: εἰς τὰς χεῖράς τινος παραδίδω, τινὶ κ. Βυζ.

Greek Monolingual

κατεγχειρίζω (Μ)
παραδίνω κάτι στα χέρια κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγ-χειρ-ίζω «δίνω στα χέρια»].