Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make
κοσμοφύλαξ: ὁ, ὁ τοῦ κόσμου φύλαξ, Γρηγ. Θεολ. 1016C.
κοσμοφύλαξ, -ακος, ὁ (Μ)1. αυτός που φρουρεί το σύμπαν2. ανώτερο ιερατικό αξίωμα, ο φύλακας της τάξης και ευπρέπειας της Εκκλησίας.