κοσμοκρατορία
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
Greek Monolingual
η (Μ κοσμοκρατορία) κοσμοκράτωρ
η κυριαρχία και η διακυβέρνηση όλου ή σχεδόν όλου του κόσμου, παντοδυναμία («η κοσμοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου»).