κοιλίτσα
From LSJ
γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → it is silence that gives women dignity
Greek Monolingual
η
1. υποκορ. του κοιλιά
2. στον πληθ. (κατ΄ επέκτ.) οι κοιλίτσες
οι κοιλιές, τα έντερα και τα υπόλοιπα σπλάγχνα τών σφαγίων, αλλ. πατσάς
3. παροιμ. «αυτός με την τρελίτσα του γεμίζει την κοιλίτσα του» — λέγεται γι' αυτούς που κάνουν τους τρελούς ή χαζούς για να πετύχουν τον σκοπό τους.