Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
τοειδικά κατασκευασμένος χώρος όπου ζουν κότες, ορνιθώνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. cotets].