οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
το (AM ἀπόβρασμα)με μειωτική σημασία) αυτός που ανήκει στον υπόκοσμο, κάθαρμααρχ.-μσν.αφέψημα, εκχύλισμα.