εκχύλισμα
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. το αποτέλεσμα του εκχυλίζω, το προϊόν που προέρχεται από την εκχύλιση
2. χημ. φαρμακευτικό παρασκεύασμα που προέρχεται από εξάτμιση φυτικών χυμών ή από διαλύματα που παρασκευάζονται με κατεργασία φυτικών, ζωικών ή ορυκτών προϊόντων.