κωμωδιογράφος
Greek Monolingual
ο (Α κωμῳδιογράφος και κωμῳδογράφος)
συγγραφέας κωμωδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδία + -γράφος. Ο τ. κωμῳδογράφος είναι μτγν.].
ο (Α κωμῳδιογράφος και κωμῳδογράφος)
συγγραφέας κωμωδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδία + -γράφος. Ο τ. κωμῳδογράφος είναι μτγν.].