κωμῳδία
Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
ἡ, comedy, Ar.Ach.378, Nu.522, Pl.R. 394c, etc.; κ. ἀρχαία Plu.Luc.39, 2.711f, M.Ant.11.6; μέση ibid., Ath.11.482c; νέα Plu.2.712b. M.Ant. l.c.; κ. παλαιαί, καιναί, Arist.EN1128a22; κωμῳδιῶν ποιηταί OGI51.34 (Egypt, iii B.C.): generally, play, Plu.2.665e: metaph., βίου τραγῳδία καὶ κ. Pl.Phlb. 50b. (From κῶμος: wrongly expld. by Dorian writers from κώμη, cf. Arist.Po.1448a37.)
German (Pape)
[Seite 1545] ἡ, komischer Gesang, Comödie; entweder von κῶμος u. ᾠδή, eigtl. Gesang beim frohen Gelage, Freudengesang, Lustspiel, denn das ursprüngliche Element der Comödie war lyrisch, vgl. Böckh's Staatshaush. II p. 363 Müller's Dorier II p. 351; oder, minder wahrscheinlich, von κώμη, Dorfgesang, weil sie ursprünglich bei der Weinlese in den Dörfern aufgeführt wurde, vgl. Arist. poet. 3, 5. 6, der diese Ableitung keineswegs billigt, sondern sie als eine von den Doriern besonders gegebene bezeichnet, da die Benennung des Dorfes κώμη ursprünglich dorisch sei, dem attischen δῆμος entsprechend; oder, ganz wunderlich, nach den prolegom. Schol. Ar. von κῶμα, gleichsam Schlafgesang, der von den armen Landleuten vor den Häusern der reichen Städter angestimmt wurde, wenn diese in tiefem Schlafe lagen, um sie zu verhöhnen. – Man unterscheidet übrigens die alte Comödie, ἀρχαία oder παλαιά, die mittlere, μέση, u. die neue, καινή oder νέα, s. Mein. hist. comic. – Κωμῳδίαν διδάσκειν, ποιεῖν u. ä., s. die Verba. – Übh. Verspottung, Verhöhnung, ὅσα περὶ γέλωτά ἐστι παίγνια, ἃ δὴ κωμῳδίαν πάντες λέγομεν Plat. Legg. VII, 816 e. Daher VLL. ὕβρεις, διασυρμοί erkl. Vgl. noch Ath. X, 445 b.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
comédie.
Étymologie: κωμῳδός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωμῳδία -ας, ἡ [κωμῳδός] komedie.
Russian (Dvoretsky)
κωμῳδία: ἡ комедия (τῇ ξυμπάσῃ τραγῳδίᾳ καὶ κωμῳδίᾳ λῦπαι ἡδοναῖς ἅμα κεράννυνται Plat.; ἡ μὲν κ. χείρους, ἡ δὲ τραγῳδία βελτίους μιμεῖσθαι βούλεται τῶν νῦν Arst.).
Greek Monolingual
η (AM κωμῳδία)
1. θεατρικό έργο σε έμμετρο ή πεζό λόγο με ανάλαφρο, ευχάριστο, συνήθως σατιρικό χαρακτήρα και θέματα κυρίως από την καθημερινή ζωή
2. το φιλολογικό είδος αυτών τών έργων («ἡ ἀρχαία κωμῳδία παρήχθη παιδαγωγικὴν παρρησίαν ἔχουσα... Μετά ταῦτα... ἡ μέση κωμῳδία καί... ἡ νέα», Μ. Αυρ.)
3. γεγονός ή πράξη που προκαλεί γέλιο
νεοελλ.
φρ. α) «κωμωδία ηθών» — είδος δραματικής κωμωδίας που απεικονίζει και, συχνά, σατιρίζει τα ήθη και τη συμπεριφορά τών ανθρώπων
β) «παίζω κωμωδία» — υποκρίνομαι, λέω ψέματα
γ) «μού σκάρωσαν μια κωμωδία» — σχεδίασαν μια πράξη για να μέ εμπαίξουν και να γελάσουν εις βάρος μου
μσν.
1. μύθος
2. παροιμία
αρχ.
διασυρμός, εμπαιγμός («αἱ κατὰ τῶν θείων λογίων τολμώμεναι κωμῳδίαι» Θεοδώρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωμωδός. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή comoedia και από αυτήν οι ευρωπαϊκές γλώσσες, πρβλ. αγγλ. comedy, γαλλ. comedie, γερμ. Komodie].
Greek Monotonic
κωμῳδία: ἡ, κωμωδία, σε Αριστοφ. κ.λπ.· δύο προελ. προτείνονται· μία από το κῶμος ᾠδή, τραγούδι γλεντζέδων· η άλλη από το κώμη, ᾠδή, το τραγούδι των χωρικών. Υπήρχαν τρεις περίοδοι στην Αττική κωμωδία, Αρχαία, Μέση, Νέα· — παλαιά, μέση, νέα. Η αρχαία Κωμωδία που χρησιμοποιείται για να ονειδίσει ονομαστικά τους πλέον κραταιούς της εποχής, τελειώνει το 393 π.Χ. Η Μέση Κωμωδία που έχασε τον Χορό, αλλά πάλι πραγματοποιούσε λεκτικές επιθέσεις σε γνωστά πρόσωπα κάτω από υποτιθέμενους (πλαστούς) χαρακτήρες, τελειώνει το 337 π.Χ.· η Νέα, ήταν κωμωδία Ηθών και μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα μέσα από τον Πλούτο και τον Τερέντιο.
Greek (Liddell-Scott)
κωμῳδία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 378, Νεφ. 522, Πλάτ. Πολ. 394C, κτλ.· μεταφορ., βίου τραγῳδία καὶ κ. Πλάτ. Φίληβ. 50Β, πρβλ. Νόμ. 816Ε, ― Δύο ἐτυμολογίαι προβάλλονται: ἡ μὲν ἐκ τοῦ κῶμος, = τὸ ᾆσμα τοῦ κώμου, ἣν ἀσπάζονται οἱ ὑπολαμβάνοντες τὴν κωμῳδίαν ὡς ἀρξαμένην ἐκ τῶν φαλλικῶν χορικῶν ᾀσμάτων, ἡ δὲ ἑτέρα ἐκ τοῦ κώμη, = δηλ. ᾠδὴ ἀγροτική, ὅρα Βεντλεΰου Φάλαριν 337 κἑξ. Τὴν πρώτην διαρρήδην ἀπορρίπτει ὁ Ἀριστ., ἐνῷ τὴν δευτέραν μνημονεύει ὡς σχετιζομένην πρὸς τὴν ἀξίωσιν τῶν Δωριέων ὅτι αὐτοὶ ἐπενόησαν τὴν κωμῳδίαν, καθ’ ὅσον κώμη εἶναι παρ’ αὐτοῖς ὅ,τι παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς τὸ δῆμος, πρβλ. Ποιητ. 3, 6 πρὸς 4, 14. Τὰ ἀρχαιότατα ἴχνη τῆς κωμῳδίας εὑρίσκονται βεβαίως ἐν Δωρικαῖς πόλεσιν, ἐν Μεγάροις δηλ. καὶ Σικελίᾳ, ἔνθα Ἐπίχαρμος ὁ Κῷος ἔγραψε περὶ τὰ 500 π. Χ.· ἡ δὲ τέχνη λέγεται ὅτι εἶχε μετενεχθῇ μικρὸν πρότερον εἰς Ἀθήνας ὑπὸ Σουσαρίωνος τοῦ Μεγαρέως. Πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 3-5, Meineke εἰς Κωμικ. 1. 18, Mahaffy Hist. of Gr. Lit. 1. 397 κἑξ. ― Περὶ τῶν τριῶν περιόδων τῆς Ἀττικῆς κωμῳδίας παλαιᾶς, μέσης καὶ νέας ἴδε Meineke 1. 39 κἑξ., 271 κἑξ., 335 κἑξ. Ἡ ἀρχαία κωμῳδία εἶχεν ὀλίγην πλοκήν, καὶ ἐχρησίμευεν ὡς πολιτικὴ μηχανὴ πρὸς τὴν κατ’ ὄνομα προσβολὴν τῶν ἰσχυροτάτων προσώπων τῆς ἡμέρας, κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἀκράτου δημοκρατίας, λήγει δὲ ἡ περίοδος αὐτῆς κατὰ τὴν Ὀλυμπ. 96 (393 π. Χ.)· ἡ δὲ μέση κωμῳδία ἀπέβαλε τὸν χορὸν καὶ τὴν παράβασιν καὶ ἀπεῖχεν ἀπὸ προσωπικῶν κατ’ εὐθεῖαν προσβολῶν, ἂν καὶ ἐξηκολούθησε προσβάλλουσα ἐπίσημα πρόσωπα ὑπὸ πλαστὰ ὀνόματα, λήξασα κατὰ τὴν Ὀλυμπ. 110 (337 π. Χ.)· ἡ δὲ νέα ἦν ἡ σημερινὴ κωμῳδία ἠθῶν, καὶ κάλλιστα παραδείγματα εἶναι ὁ Πλαῦτος καὶ ὁ Τερέντιος. ― Ἐν Βοιωτ. Ἐπιγραφαῖς (Συλλ. Ἐπιγρ. 1585-6, ἐν παραβολῇ πρὸς 1583-4) ποιητὴς παλαιᾶς καὶ καινῆς κωμῳδίας (ὁμοίως τῷ ποιητὴς παλαιᾶς καὶ καινῆς τραγῳδίας) φαίνεται ὅτι σημαίνει τὴν ἀρχαίαν λυρικὴν κωμῳδίαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νέον σκηνικὸν εἶδος, ἴδε Böckh. 1. σελ. 765. κἑξ.· ― ἀλλ’ ἐν ἐπιγραφ. 2759, καινὴ κ. σημαίνει νέαν, δηλ. νῦν πρῶτον παρισταμένην, ἐν ἀντιθέσει πρὸς ἀρχαίαν κ. ὃ ἐστι καὶ ἄλλοτε παρασταθεῖσαν, Böckh. 2, σ. 509· πρβλ. καινός.
Middle Liddell
κωμ-ῳδία, ἡ,
a comedy, Ar., etc.:—Two derivs. are suggested: one from κῶμος, ᾠδή, the revel-song; the other from κώμη, ᾠδή, the village-song. There were three periods of Attic Comedy, Old, Middle, New, — παλαιά, μέση, νέα. The Old Comedy was used to attack by name the most powerful persons of the day, ending B. C. 393; the Middle Comedy lost the chorus, but still attacked notabilities under assumed characters, ending B. C. 337; the New was our Comedy of Manners, and may be best understood from Plautus and Terence.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό κωμῳδός (=κωμικός, ὑποκριτής), σύνθετο ἀπό τό κῶμος ἤ ἀπό τό κώμη + ᾠδός (ἀοιδός).
Παράγωγα: κωμῳδῶ (=κοροϊδεύω), κωμῴδημα, κωμῳδητέον, κωμῳδικός.
Translations
Arabic: كُومِيدِيَا, كُومِيدِيَا; Armenian: կատակերգություն; Azerbaijani: komediya; Belarusian: камедыя; Bulgarian: комедия; Catalan: comèdia; Chinese Mandarin: 喜劇, 喜剧; Crimean Tatar: komediya; Czech: komedie, veselohra; Danish: komedie; Dutch: komedie, blijspel; Estonian: komöödia; Finnish: komedia; French: comédie; Galician: comedia; Georgian: კომედია; German: Komödie; Greek: κωμωδία; Ancient Greek: κωμῳδία; Hebrew: קומדיה; Hungarian: vígjáték, komédia; Icelandic: gamanleikrit; Ido: komedio; Indonesian: lawak, humor; Irish: coiméide; Italian: commedia; Japanese: 喜劇, コメディ; Kashubian: kòmédiô; Kazakh: комедия; Korean: 코미디, 희극; Kyrgyz: комедия; Latin: comoedia; Latvian: komēdija; Lithuanian: komedija, juokažaislė; Malayalam: തമാശ; Norwegian Bokmål: komedie; Nynorsk: komedie; Occitan: comedia; Ossetian: комеди; Persian: کمدی; Polish: komedia; Portuguese: comédia; Romanian: comedie; Russian: комедия; Serbo-Croatian: kòmēdija; Spanish: comedia; Sundanese: bodor; Swedish: komedi; Tagalog: katawanan; Tajik: мазҳака; Tatar: комедия; Turkish: komedi; Ukrainian: комедія; Vietnamese: hài kịch; Volapük: fredadramat; Yiddish: קאָמעדיע
mockery
Arabic: اِسْتِهْزَاء; Hijazi Arabic: تريقة; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar