τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
κωφαίνω (Α)ξεκουφαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. κωφῶ, κατά τα ρήματα σε -αίνω].