λεβιτών
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
λεβιτών -ῶνος και λευϊτών, -ῶνος και λεβήτων, -ωνος, ὁ (Α)
είδος χιτωνίσκου με κοντά μανίκια ή χωρίς μανίκια.