κορκοδρίλλιον
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
Greek Monolingual
κορκοδρίλλιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κορκόδριλλος) κροκοδειλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορκόδριλλος + υποκορ. κατάλ. -ιον].