κορκοδρίλλιον
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
Dim. of κροκόδιλος.
Greek Monolingual
κορκοδρίλλιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κορκόδριλλος) κροκοδειλάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορκόδριλλος + υποκορ. κατάλ. -ιον].