αξιέντρεπτος
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Greek Monolingual
ἀξιέντρεπτος, -ον (Α)
άξιος σεβασμού, αξιοσέβαστος.
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
ἀξιέντρεπτος, -ον (Α)
άξιος σεβασμού, αξιοσέβαστος.