κρυσταλλοφόρος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459

Greek Monolingual

-ο (Μ κρυσταλλοφόρος, -ον)
(για τη γη ή για γήινα στρώματα) αυτός που παράγει ή περιέχει κρυστάλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -φόρος (< φέρω)].