κρυσταλλοφόρος
From LSJ
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
Greek Monolingual
-ο (Μ κρυσταλλοφόρος, -ον)
(για τη γη ή για γήινα στρώματα) αυτός που παράγει ή περιέχει κρυστάλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -φόρος (< φέρω)].