κρυσταλλοφόρος

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

-ο (Μ κρυσταλλοφόρος, -ον)
(για τη γη ή για γήινα στρώματα) αυτός που παράγει ή περιέχει κρυστάλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -φόρος (< φέρω)].