Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
-ή, -ό λουρίδα
1. κατασκευασμένος ή πλεγμένος με λουρίδες
2. (για ζώο) αυτός που το χρώμα του τριχώματός του εναλλάσσεται κατά λουρίδες.