Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
-ή, -ό λουρίδα
1. κατασκευασμένος ή πλεγμένος με λουρίδες
2. (για ζώο) αυτός που το χρώμα του τριχώματός του εναλλάσσεται κατά λουρίδες.