λιμενῖτις

Revision as of 06:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

German (Pape)

[Seite 47] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, φυκίς, Apollnds. 7 (VI, 105).

Spanish

diosa del puerto

Greek Monolingual

λιμενῑτις, -ίτιδος, ἡ λιμήν
(επίκληση της Αρτέμιδος) η θεά του λιμανιού, η προστάτιδα του λιμανιού.