το1. νεογνό λύκου, λυκιδεύς2. μτφ. παιδί μικρής ηλικίας που ανήκει στην πρώτη βαθμίδα τών προσκόπων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -πουλο (< -πουλος < λατ. pullus «νεοσσός»)].