μελανοκύτταρο
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Greek Monolingual
το·ανατ. ειδικό κύτταρο του δέρματος του ανθρώπου και τών σπονδυλοζώων, το οποίο περιέχει κοκκία μελανίνης και παρέχει προστασία στα εσωτερικά όργανα από την ηλιακή ακτινοβολία και ειδικά από τις υπεριώδεις ακτίνες.