Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
ο, θηλ. μεσάραμεσήλικος, μεσόκοπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -άρης].