μεσάρης

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

ο, θηλ. μεσάρα
μεσήλικος, μεσόκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -άρης].