Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
ο, θηλ. μεσάραμεσήλικος, μεσόκοπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. -άρης].